- εντομολογία
- η энтомология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… … Dictionary of Greek
εντομολογία — η κλάδος της ζωολογίας που μελετά την οντογένεση, τη βιολογία και την οργάνωση των εντόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
εντομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία («εντομολογική μελέτη») … Dictionary of Greek
εντομολόγος — ο επιστήμονας ειδικός στην εντομολογία … Dictionary of Greek
παρασιτολογία — Η επιστήμη που μελετά τα παράσιτα του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, όπως επίσης και τα κατάλληλα μέτρα για την καταστροφή τους και την αποφυγή των νοσημάτων που προκαλούν. Η π. μελετά τα παράσιτα από άποψη ταξινόμησής τους στο ζωικό βασίλειο … Dictionary of Greek
φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα … Dictionary of Greek
εντομολογικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντομολόγος — ο επιστήμονας που ασχολείται με την εντομολογία, αυτός που μελετά τα έντομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)